extra earning - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

extra earning - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Earn; Earned; Earning (disambiguation)

extra earning      

общая лексика

приработок

extra         
extra 1. noun 1) что-л. дополнительное; сверх программы; приплата service, fire and light are extras - за услуги, отопление и освещение особая плата 2) высший сорт 3) экстренный выпуск (газеты) 4) theatr.; cin. статист 5) pl. накладные расходы 2. adj. 1) добавочный, дополнительный - extra duty 2) лишний, излишний she has nothing extra around her waist - у нее безукоризненная талия; ничего лишнего 3) высшего качества 3. adv. 1) особо, особенно 2) дополнительно - charged extra
EARN         

общая лексика

European Academic and Research Network

Европейская академическая и исследовательская сеть, сеть EARN

коммуникационная сеть, действующая с 1983 г. и соединяющая университеты и исследовательские центры Европы, Северной Америки, Азии и Африки

Ορισμός

ЭКСТРА
... (от лат. extra - сверх, вне), приставка, означающая: сверх, вне, дополнительно.

Βικιπαίδεια

Earning

Earning can refer to:

  • Labour (economics)
  • Earnings of a company
  • Merit
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για extra earning
1. This is over and above the budget estimates,» Yechury said. «If this extra earning is returned to the oil companies, there is no need to impose further burden on the people.
Μετάφραση του &#39extra earning&#39 σε Ρωσικά